- ὀπήτιον
- -ου τό N 2 2-0-0-0-0=2 Ex 21,6; Dt 15,17little awl (dim. of ὄπεας awl); neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 215
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
οπήτιον — ὀπήτιον και ὀπίτιον, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο, σουβλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο», με συναίρεση τών φωνηέντων εα σε η ] … Dictionary of Greek
ὀπήτιον — awl neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπητίῳ — ὀπήτιον awl neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπήτια — ὀπήτιον awl neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήτιον — τὸ, Α αιχμηρό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὀπήτιον* «αιχμηρό εργαλείο», με δυσερμήνευτο αρκτικό ὑ (βλ. λ. όπεας)] … Dictionary of Greek
ՀԵՐԻՒՆ — (րան կամ րեան կամ րիւնի կամ րիւնոյ կամ րնոյ.) NBH 2 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c, 14c գ. ՀԵՐԻՒՆ. ὁπήτιον subula. Գրի եւ որպէս ռմկ. ՀԵՐՈՅՆ, ՀԵՐՈՒՆ. Գործի երկաթի սրածայր ʼի պէտս ծակելոյ. ... Տե՛ս եւ ՄԱԽԱԹ. *Առցես… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)